οντολογία

οντολογία
η
κλάδος της μεταφυσικής, που εξετάζει τη φύση των όντων.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • οντολογία — Κατά τον αριστοτελικό ορισμό είναι η επιστήμη του όντος καθεαυτό, δηλαδή της πραγματικότητας θεωρούμενης στην ολότητά της και όχι σε μερικές ιδιαίτερες περιοχές, όπως είναι το Εγώ ή ο κόσμος ή ο θεός. Αυτές, σύμφωνα με μια ταξινόμηση του Κρίστιαν …   Dictionary of Greek

  • Онтология — (οντολογια) вообще учение о сущем; в особенности так обозначается основная, формальная часть философии в системе Христиана Вольфа, который, следуя Аристотелю, называет ее также первой философией . Здесь рассматриваются понятия нечто и ничто,… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

  • οντολογικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οντολογία 2. φρ. α) «οντολογικές επιστήμες» επιστήμες οι οποίες εξετάζουν τις πραγματικές σχέσεις τών αντικειμένων, όπως είναι λ.χ. η φυσική, η ιστορία και η ψυχολογία β) «οντολογική απόδειξη τής ύπαρξης …   Dictionary of Greek

  • οντολογισμός — Φιλοσοφική θεωρία που τονίζει και ωθεί στα άκρα την οντολογική έρευνα μέχρι το σημείο να παρουσιάζει την ιδέα ή την επιστήμη του όντος ως όρο απαραίτητο a priori για την ανάπτυξη κάθε γνώσης. Στη σύγχρονη φιλοσοφία, εκτός από τον Μπλοντέλ, τον… …   Dictionary of Greek

  • -λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με …   Dictionary of Greek

  • οντολόγος — ο αυτός που ασχολείται με την οντολογία ή αυτός που εξετάζει τα πράγματα με οντολογικό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. ontologist (< ὄν, ὄντος + λόγος*). Η λ. μαρτυρείται από το 1853 στον Ιω. Ν. Λεβαδέα] …   Dictionary of Greek

  • Αναξίμανδρος — I (Μίλητος 611/10 – 547/6 π.Χ.). Φιλόσοφος. Για τη ζωή του δεν υπάρχουν σαφείς μαρτυρίες. Ήταν πάντως αρχηγός της Σχολής της Μιλήτου στα μέσα του 6ου αι., μετά τον Θαλή. Από το έργο του διασώζεται μια περικοπή που αναφέρει ο Αριστοτέλης και… …   Dictionary of Greek

  • Βολφ, Κρίστιαν φον- — (Christian von Wolff, Μπρέσλαου 1679 – Χάλε 1754).Γερμανός φιλόσοφος. Ο Β. κυριάρχησε στην επιστημονική σκέψη της Γερμανίας του 18ου αι. Η θεωρία του αντιπροσωπεύει τη βάση του εθνικισμού, που χαρακτηρίζει τον Γερμανικό Διαφωτισμό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”